- τριοδοντία
- τρῐοδοντ-ία, ἡ,A fishing with a trident or leister, Pl.Sph.22oe, Poll. 7.139.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τριοδοντία — τριοδοντίᾱ , τριοδοντία fishing with a trident fem nom/voc/acc dual τριοδοντίᾱ , τριοδοντία fishing with a trident fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδοντίᾳ — τριοδοντίᾱͅ , τριοδοντία fishing with a trident fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριοδοντία — ἡ, Α [τριόδους, οντος] το ψάρεμα με τριόδοντα, με καμάκι … Dictionary of Greek
τριοδοντική — ἡ, Α [τριόδους, οντος] η τριοδοντία* … Dictionary of Greek